-
1 συντήκω
A fuse into one mass, [πῦρ] συντῆκον τὴν γῆν Antipho Soph.30
; weld together,ὑμᾶς σ. καὶ συμφυσῆσαι εἰς τὸ αὐτό Pl.Smp. 192d
; τὰ μόρια γόμφοις ς. Id.Ti. 43a;συμμιγνύειν καὶ σ. τὰς ψυχάς Plu.2.156c
.2 dissolve, liquefy,σ. καὶ διακρίνειν Thphr.CP6.13.2
; melt down,στέαρ PRev.Laws 50.17
(iii B.C.); consume,αὐτὰ ἑαυτά Arist.Long. 466b29
.3 metaph., cause to waste or pine away, (troch.);τὸν πάντα συντήκουσα δακρύοις χρόνον Id.Med.25
.II [voice] Pass. συντήκομαι, [tense] aor. 1 συνετήχθην, [tense] aor. 2 συνετάκην [ᾰ]: intr. [tense] pf. [voice] Act. συντέτηκα:— to be fused into one mass,συγχυθέντων καὶ συντακέντων Plu.2.395c
;ᾠοῦ λέκιθος τούτοις.. διὰ μέλιτος.. συντακεῖσα Sor.2.13
;ἄλειμμα τὸ δι' ἐλαίου.., συντακέντος ὀλίγου κηροῦ Id.1.121
: metaph., c. dat., become absolutely one with..,γαμέτας συντηχθεὶς αὔραις.. ἀλόχοιο E.Supp. 1029
(lyr., dub.l.);κακὸς κακῷ συντέτηκε Id.Fr. 296
;ἀγαθὴ γυνὴ ἀνδρὶ συντέτηκε Id.Fr. 909.3
;συντακεὶς τῷ ἐρωμένῳ Pl.Smp. 192e
, cf. 183e.3 metaph., waste away,συντήκεσθαι ὑπὸ λιμοῦ Hp.VM11
, cf. Thphr.Od. 61(59), Sor.2.45, Gal.6.76; λύπαις, νόσῳ, E.El. 240, Or.34, cf. 283, Med. 689;πυρετοῖσι Aret.SD1.8
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > συντήκω
См. также в других словарях:
συντήκω — ΝΑ 1. λειώνω διάφορες ύλες μαζί για να δημιουργήσω κράμα, μίγμα («ἄλειμμα τὸ δι ἐλαίου..., συντακέντος δι ὀλίγου κηροῡ», Πλούτ.) 2. συγχωνεύω νεοελλ. λειώνω εντελώς αρχ. 1. συγκολλώ με σύντηξη 2. διαλύω μαζί 3. φθείρω («τὸν πάντα συντήκουσα… … Dictionary of Greek